-
1 отрицательный
отрицательный αρνητικός·\отрицательный ответ η αρνητική απάντηση* * *отрица́тельный отве́т — η αρνητική απάντηση
-
2 отрицательный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноαρνητικός•отрицательный жест, αρνητική χειρονομία•
отрицательный ответ άρνητική απάντηση•
отрицательный результат αρνητικό αποτέλεσμα•
-ое влияние αρνητική επίδραση•
-ое электричество αρνητικός ηλεκτρισμός•
отрицательный образ в комедии αρνητική μορφή (πρόσωπο) στην κωμωδία•
-ые числа αρνητικοί αριθμοί•
-ые количества αρνητικά ποσά.
-
3 отрицательный
отрица||тельныйприл в разн. знач. Αρνητικός / грам. ἀποφατικός:\отрицательныйтельный отзыв ἡ ἀρνητική κρίση· оказывать \отрицательныйтельное влияние на кого-л. ἀσκῶ ἀρνητική ἐπίδραση, ἐπιδρῶ δυσμενώς σέ κάποιον \отрицательныйтельное электричество физ. ὁ ἀρνητικός ἡλεκτρισμός. -
4 ответ
η απάντησηη ανταπόκριση, η απόκρισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ответ
-
5 момент
моментм1. ἡ στιγμή:в один \момент σέ μιά στιγμή, αὐτοστιγμεί· в настоящий \момент ἡ παρούσα στιγμή· текущий \момент ἡ σημερινή κατάσταση· удобный \момент ἡ κατάλληλη στιγμή· упустить \момент χάνω τήν εὐκαιρία[ν]· воспользоваться \моментом ἐπωφελούμαι τής εὐκαιρίας· в тот \момент, когда... τή στιγμή πού..., τήν ὠρα πού...·2. (отдельная сторона какого-л. явления) τό στοιχεῖο[ν], ἡ πλευρά:отрицательный \моментτό ἐλάττωμα, ἡ ἀρνητική πλευρά·3. физ. τό σημείο[ν]:\момент инерции τό σημεῖο[ν] ἀδράνειας. -
6 негативный
негатив||ныйприл1. фото τοῦ ἀρνητικοῦ, τής ἀρνητικής ἐΙκόνας·2. (отрицательный) ἀρνητικός, ἀποφατικός:\негативныйное предложение ἡ ἀρνητική πρόταση. -
7 ответ
-а α.1. απάντηση• απόκριση•положительный ответ θετική απάντηση•
отрицательный ответ αρνητική απάντηση•
-ы на.вопросы απαντήσεις σε ερωτήματα•
меткий ответ εύστοχη (πετυχημένη) απάντηση•
ответ на письмо απάντηση σε επιστολή•
дай ответ απάντησε•
остроумный ответ έξυπνη απάντηση•
каков вопрос, таков и ответ τέτοια η ερώτηση, τέτοια και η απάντηση.
2. απήχηση, ανταπόκριση (για αισθήματα).3. (μαθ.) λύση•правильный ответ σωστή λύση.
4. λογοδοσία, λόγος•призвать к -у καλώ να δόσειλόγο (να λογοδοτήσει).
εκφρ.в ответ – σε απάντηση•быть в -е – είμαι υπεύθυνος•ни -а ни привета – ούτε φωνή ούτε ακρόαση.